- ναικισσορεύω
- ναικισσορεύω (Α)υποτιμώ, δυσφημώ, εξευτελίζω κάποιον («ναικισσορεύονταςεπίτηδες διασύροντας και εξευτελίζοντας», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το α' συνθετικό ναικι- είναι ίσως το ναί-χι (< ναί + -χί, πρβλ. ου-χί, μη-χί). Βλ. και λ. ναικισσήρεις].
Dictionary of Greek. 2013.